μονήρης

μονήρης
-ες (ΑΜ μονήρης, -ῆρες)
1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος
2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονήρη
(μικρβλ.) σύμφωνα με ορισμένα συστήματα βιολογικής ταξινόμησης, βασίλειο το οποίο περιλαμβάνει τα βακτήρια και τα κυανοφύκη
2. φρ. «μονήρες άνθος»
βοτ. το μοναδικό άνθος το οποίο φύεται στο άκρο ανθοφόρου βλαστού ή κλάδου, όπως είναι λ.χ. η παπαρούνα
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ μονήρης
είδος πολεμικού πλοίου με μία μόνο σειρά κουπιών.
επίρρ...
μονήρως (Α)
με μονήρη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»), πρβλ. κωπ-ήρης. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονήρης — solitary masc/fem acc pl (attic epic doric) μονήρης solitary masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) μονήρης solitary masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονήρει — μονήρης solitary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μονήρης solitary masc/fem/neut dat sg μονήρεϊ , μονήρης solitary dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονήρη — μονήρης solitary neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μονήρης solitary masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μονήρης solitary masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονῆρες — μονήρης solitary masc/fem voc sg μονήρης solitary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονήρεις — μονήρης solitary masc/fem acc pl μονήρης solitary masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονηρῶν — μονήρης solitary masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονήρεες — μονήρης solitary masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονήρεσι — μονήρης solitary masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονήρεσιν — μονήρης solitary masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονήρους — μονήρης solitary masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”